στραβομουτσουνιάζω

στραβομουτσουνιάζω
Ν [στραβομούτσουνος]
κάνω έντονους μορφασμούς ειρωνείας ή αποδοκιμασίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραβομουτσουνιάζω — στραβομουτσουνιάζω, στραβομουτσούνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραβομουτσουνιάζω — στραβομουτσούνιασα, στραβομουτσουνιασμένος, στραβώνω τα μούτρα μου εκδηλώνοντας δυσαρέσκεια: Μόλις το άκουσε, στραβομουτσούνιασε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορφάζω — (ΑΜ μορφάζω) [μορφή] κάνω μορφασμούς, γκριμάτσες, συσπώ τους μυς τού προσώπου μου, στραβομουτσουνιάζω μσν. δίδω μορφή, διαμορφώνω, πλάθω αρχ. 1. κινώ τα χέρια, χειρονομώ 2. μιμούμαι …   Dictionary of Greek

  • στραβομουριάζω — Ν [στραβομούρης] στραβομουτσουνιάζω …   Dictionary of Greek

  • στραβομουτσούνιασμα — το, Ν [στραβομουτσουνιάζω] το να κάνει κανείς μορφασμούς ειρωνείας ή δυσαρέσκειας …   Dictionary of Greek

  • μορφάζω — μόρφασα, συσπώ τους μυς του προσώπου για να εκφράσω δυσάρεστο συναίσθημα, κάνω γκριμάτσα, στραβομουτσουνιάζω: Μόρφασε για να δείξει τη δυσαρέσκειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”